Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Γενικά περί διαπίστευσης και πιστοποίησης εργαστηρίων

Ένα εργαστήριο είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία επιχείρησης/ οργανισμού. Μιλώντας για ποιότητα πολλά πράγματα μπορεί να έρχονται στο μυαλό κάποιου. Όταν πρόκειται όμως για τις υπηρεσίες ενός εργαστηρίου, η πιο σημαντική παράμετρος ποιότητας είναι φυσικά η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων τα οποία εκδίδει. Και για να μην παρεξηγηθώ, σίγουρα είναι σημαντικές και εδώ όλες οι άλλες αρχές του management. Αλλά πόσο μπορεί να σώσει την κατάσταση πιστεύετε ένα εργαστήριο που έχει πολύ καλή για παράδειγμα εξυπηρέτηση, και ευγενέστατο προσωπικό, εάν τα αποτελέσματα τα οποία εκδίδει είναι συστηματικά λάθος; 

Εφαρμόζοντας ένα σύστημα ποιότητας κατά ISO 9001, το εργαστήριο θα κληθεί λοιπόν να προσδιορίσει ποιες είναι οι παράμετροι ποιότητας που το ενδιαφέρουν και που επηρεάζουν την ποιότητα των αποτελεσμάτων, και πάνω σε αυτές να ορίσει ελέγχους και όρια αποδοχής. Στη συνέχεια εφόσον το επιθυμεί μπορεί να καλέσει ένα Φορέα Πιστοποίησης της επιλογής του ο οποίος θα πιστοποιήσει ότι το εργαστήριο εφαρμόζει ένα σύστημα ποιότητας το οποίο συμμορφώνεται με τις αρχές του ISO 9001

Όπως όμως είναι γνωστό, η πιστοποίηση αυτή (certification) αφορά τις διαδικασίες που εφαρμόζονται και δεν εξασφαλίζει ότι το εργαστήριο είναι ικανό να εκδίδει σωστά αποτελέσματα. Πως λοιπόν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί κάτι τέτοιο; Εδώ έρχεται ο ρόλος της διαπίστευσης  (accreditation) η οποία εξετάζει την τεχνική επάρκεια του εργαστηρίου για συγκεκριμένες δοκιμές/ διακριβώσεις/ εξετάσεις. Μεταξύ άλλων με τη διαπίστευση διασφαλίζεται ότι το εργαστήριο χρησιμοποιεί κατάλληλες μεθόδους, κατάλληλο εξοπλισμό και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό. Τα πρότυπα διαπίστευσης ISO 17025 και ISO 15189 καθώς και το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης (ΕΣΥΔ) και οι διεθνείς φορείς διαπίστευσης συγκεντρώνουν καλές πρακτικές σχετικά με τον έλεγχο των δοκιμών/ διακριβώσεων/ εξετάσεων και τις καθιστούν υποχρεωτικές επιπρόσθετα των απαιτήσεων του ISO 9001 προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι μειώνεται η πιθανότητα να γίνει κάποιο σφάλμα. Επιπλέον, το πεδίο διαπίστευσης, και άρα και οι αντίστοιχοι έλεγχοι και επιθεωρήσεις, είναι αυστηρά καθορισμένα ανά δοκιμή, σε αντίθεση με το πεδίο πιστοποίησης το οποίο μπορεί να είναι αρκετά γενικότερο.

Η διαδικασία για να διαπιστευθεί ένα εργαστήριο ενδεχομένως να φαίνεται κάπως επίπονη σε κάποιους. Εκτός των αυξημένων απαιτήσεων που υπάρχουν, ο έλεγχος που γίνεται από το ΕΣΥΔ είναι συνήθως σε μεγαλύτερο βάθος σε σύγκριση με αυτόν που γίνεται από τους Φορείς Πιστοποίησης, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα επιλογής κάποιου άλλου φορέα. Εξάλλου οι ίδιοι οι Φορείς Πιστοποίησης υπόκεινται σε έλεγχο από το ΕΣΥΔ προκειμένου να διαπιστευθούν και αυτοί για τις επιθεωρήσεις που κάνουν και τα πιστοποιητικά που εκδίδουν. Είναι προφανές ότι η διαπίστευση ως διαδικασία, βρίσκεται ένα επίπεδο πάνω από την πιστοποίηση.

Ωστόσο η σκληρή δουλειά που απαιτείται προκειμένου να διαπιστευθεί ένα εργαστήριο δεν είναι χωρίς αντίκρισμα. Το εργαστήριο αναγνωρίζεται αυτόματα διεθνώς ως αξιολογημένο για την τεχνική του επάρκεια, και αποκτά το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λογότυπο του ΕΣΥΔ και των διεθνών οργανισμών διαπίστευσης (ILAC, IAF) στις εκθέσεις αποτελεσμάτων τις οποίες εκδίδει, καθιστώντας τες έτσι επίσημα έγγραφα. Αυτό σημαίνει πως τα αποτελέσματά του μπορούν να σταθούν ακόμη και σε μια αίθουσα δικαστηρίου χωρίς να αμφισβητηθούν. Σε ένα περιβάλλον όπως το σημερινό, η διαπίστευση αποτελεί ένα ισχυρό όπλο εναντίον του ανταγωνισμού. Είναι στο χέρι μας να την κάνουμε και ένα χρήσιμο εργαλείο για το εργαστήριο, το οποίο θα το βοηθήσει στη λειτουργία του και δεν θα το επιβαρύνει.

2 σχόλια:

  1. Αγαπητέ κύριε, αν διαβάσετε προσεκτικά τις απαιτήσεις των παραγράφων 7.5.1, 7.5.2, 7.5.3,
    7.5.4, 7.6, 6.3 καθώς και τα 7.2.1, 7.2.3 κλπ, θα διαπιστώσετε ότι η σωστή εφαρμογή του ISO 9001 σε ένα εργαστήριο εξασφαλίζει πολύ καλά την ποιότητα των αποτελεσμάτων. Το πρόβλημα είναι στους φορείς πιστοποίησης του ISO 9001, οι οποίοι στο κυνήγι του πελάτη και χρησιμοποιώντας άσχετους auditros θυσιάζουν την ουσία της ποιότητας και ασχολούνται με τα εύκολα περιφερειακά θέματα του συστήματος. Η βασική διαφοροποίηση της διαπίστευσης κατά ISO/IEC 17025 από την πιστοποίηση κατά ISO 9001 δεν έγκειται στις επι μέρους απαιτήσεις του προτύπου. Αυτές καταγράφονται με σαφήνεια στο ISO/IEC 17025 ενώ στο ISO 9001 πρκύπτουν από ανάλυση των διεργασιών. Η διαφορά είναι ότι η πιστοποίηση είναι εμπορική πράξη που διεξάγεται υπό συνθήκες άκρατου και κακόπιστου εμπορικού ανταγωνισμού ενώ η διαπίστευση διεξάγεται υπό μονοπολαικές συνθήκες που επιβάλει ο Κανονισμός 765/2008.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αγαπητέ φίλε, ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο και συγγνώμη για την καθυστερημένη απάντηση.

      Θα συμφωνήσω ότι μία σωστή εφαρμογή του ISO 9001 θα έπρεπε εάν δεν ίσχυαν όσα λες να οδηγήσει σε εφαρμογή διαδικασιών παρόμοιες με αυτές που απαιτούνται από το ISO/IEC 17025 και λοιπών προτύπων διαπίστευσης. Ωστόσο, ακόμη και σε μία τέτοια υποθετική περίπτωση, ένα εργαστήριο θα καλούταν να θέσει εσωτερικά τα δικά του όρια αποδοχής για τους διάφορους ελέγχους που διενεργεί, τα οποία εν γένει συνήθως θα καθορίζονταν από τις συνθήκες της αγοράς, ενώ ακόμη και ένας απαιτητικός φορέας πιστοποίησης δεν θα δικαιούταν να έχει κάποια αντίρρηση επί αυτού. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι από πολύ καλό μέχρι κάκιστο. Αυτό φυσικά συμβαίνει και κατά τη διαπίστευση σε κάποιο βαθμό, αλλά εκτός του ότι το σύνολο των ελέγχων καθίσταται υποχρεωτικό, θεσπίζονται ελάχιστα όρια αποδοχής από τα οποία εάν αποκλίνει συστηματικά ακόμη και ένα ήδη διαπιστευμένο εργαστήριο χάνει τη διαπίστευσή του στο συγκεκριμένο πεδίο. Η διαφορά έγκειται σε μεγάλο βαθμό στη δικαιοδοσία του επιθεωρητή να εκδώσει μη συμμορφώσεις στη μία και την άλλη περίπτωση, ασχέτως που για λόγους ανταγωνισμού οι επιθεωρητές του ISO 9001 πολλές φορές δεν το κάνουν ακόμη και εκεί που θα μπορούσαν με αποτέλεσμα τις τραγελαφικές καταστάσεις που όλοι έχουμε δει.

      Διαγραφή